ηλεκτροθερμία

ηλεκτροθερμία
η
1. φυσ. η εφαρμογή τών νόμων τής φυσικής για τη μετατροπή τής ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμότητα
2. ιατρ. η διαθερμία*, η παραγωγή θερμότητας με ηλεκτρικό ρεύμα για θεραπευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrothermy < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + -thermy (πρβλ. -θερμια < -θερμος < θερμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”